Rex Sacrorum

Προτομή ενός flamen (ιερέα).

Στην αρχαία ρωμαϊκή θρησκεία, ο rex sacrorum (βασιλιάς του ιερού, επίσης μερικές φορές βασιλιάς επί των θυσιών, rex sacrificulus) ήταν μία ιερωσύνη που σε έκανε Συγκλητικό [1], η οποία προοριζόταν για πατρικίους. Αν και στην ιστορική εποχή ο μέγιστος αρχιερέας (pontifex maximus) ήταν ο αρχηγός της ρωμαϊκής κρατικής θρησκείας, ο Σ. Π. Φήστος λέει [2], ότι στην ιεραρχία των ανώτατων Ρωμαίων ιερέων (ordo sacerdotum) ο rex sacrorum είχε υψηλότερο κύρος, ακολουθούμενος από τους μεγάλους ιερείς (flamines maiores), δηλ. αυτούς τού Δία (flamen Dialis), τού Άρη (flamen Martialis), τού Κουιρίνου (flamen Quirinalis) και τον μέγιστο αρχιερέα. Ο ιερός βασιλιάς είχε βάση τη Regia. [3]

Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο ιερός βασιλιάς επιλεγόταν από τον μέγιστο αρχιερέα από έναν κατάλογο πατρικίων, που υποβαλλόταν στον Σύλλογο των αρχιερέων. [4] Μία περαιτέρω απαίτηση ήταν να έχει γεννηθεί από γονείς παντρεμένους με το τελετουργικό τού confarreatio, το οποίο ήταν και η μορφή γάμου, που έπρεπε να κάνει και ο ίδιος. [5] Η σύζυγός του, η regina sacrorum (ιερή βασίλισσα), εκτελούσε επίσης θρησκευτικά καθήκοντα ειδικά για τον ρόλο της. [6] Ο γάμος ήταν λοιπόν τόσο θεμελιώδες μέρος της ιεροσύνης, που αν απεβίωνε η ιερή βασίλισσα, ο ιερός βασιλιάς έπρεπε να παραιτηθεί. [7] Ο ιερός βασιλιάς βρισκόταν επάνω από τον μέγιστο αρχιερέα, αν και ήταν λίγο πολύ μία ανίσχυρη μορφή.

Ο ιερός βασιλιάς φορούσε μία τόγκα, τα αδιακόσμητα μαλακά «υποδήματα» (calceus) και έφερε έναν τελετουργικό πέλεκυ. Ως ιερέας της αρχαϊκής ρωμαϊκής θρησκείας, θυσίαζε με καλυμμένο κεφάλι (capite velato). [8] Ο ιερός βασιλιάς έκανε μία θυσία την πρώτη ημέρα (kalends) κάθε μήνα. Στις νόνες (nones), ανακοίνωσε τις ημερομηνίες των εορτών (festi) για τον μήνα. Στις 24 Μαρτίου και στις 24 Μαΐου, έκανε θυσία στο Comitium. [9] Εκτός από αυτά τα καθήκοντα, ο ιερός βασιλιάς φαίνεται να λειτουργούσε ως αρχιερέας του Janus (Ιανού). [10]

Το rex sacrorum ήταν χαρακτηριστικό της ιταλικής θρησκείας και πιθανώς και της ετρουσκικής. Ο τίτλος βρίσκεται σε λατινικές πόλεις όπως το Λαβίνιον, το Tούσκουλον και οι Bελίτραι. Στη Ρώμη το ιερατείο αποπολιτικοποιήθηκε σκόπιμα. [11] Ο ιερός βασιλιάς δεν εκλεγόταν και η αρχή της ιερωσύνης του μαρτυρείτο από μία comitia calata, μία συνέλευση που συγκαλείτο για τον σκοπό αυτό. Όπως ο ιερέας του Δία, αλλά αντίθετα από τους αρχιερείς και τους οιωνοσκόπους, ο ιερός βασιλιάς αποκλειόταν από μία πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία. Επομένως, δεν ήταν ένας "παρηκμασμένος βασιλιάς". Αντίθετα, μετά την ανατροπή των βασιλέων της Ρώμης, το αξίωμα του ιερού βασιλιά εκπλήρωσε τουλάχιστον μερικά από τα ιερά καθήκοντα της βασιλείας, με τους υπάτους να αναλαμβάνουν την πολιτική εξουσία και τη στρατιωτική διοίκηση, καθώς και ορισμένες ιερές λειτουργίες. Είναι θέμα επιστημονικής συζήτησης, για το αν ο ιερός βασιλιάς δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της Δημοκρατίας, όπως υποστήριξε ο Aρνάλντo Μομιλιάνο, ή υπήρχε κατά την περίοδο της βασιλείας. [12] Ένας άλλος Ρωμαίος ιερέας στον οποίο διδόταν ο τίτλος «βασιλιάς», ήταν ο ιερέας των δασών (rex nemorensis).

  1. Jörg Rüpke, Religion of the Romans (Polity Press, 2007, originally published in German 2001), p. 223 online.
  2. Festus on the ordo sacerdotum, 198 in the edition of Lindsay.
  3. Gary Forsythe, A Critical History of Early Rome: From Prehistory to the First Punic War (University of California Press, 2005), p. 136 online.
  4. Arnaldo Momigliano, "The Origins of the Roman Republic", in Quinto contributo alla storia degli studi classici e del mondo antico (Edizioni di storia e letteratura, 1975), vol. 1, p. 311, citing Livy 40.42 and Dionysius Halicarnassus 5.1.4.
  5. Kurt A. Raaflaub, Social Struggles in Archaic Rome: New Perspectives on the Conflict of the Orders (Blackwell 2005, originally published 1986), p. 223 online.
  6. Rüpke, Religion of the Romans, p. 223.
  7. Although scholars agree that this applied to the rex sacrorum, the requirement that the priest resign if his wife should die is better documented for the Flamen Dialis.
  8. Norma Goldman, "Roman Footwear" and "Reconstructing Roman Clothing", in The World of Roman Costume (University of Wisconsin Press, 1994), pp. 125 and 216 online.
  9. Mary Beard, J.A. North, and S.R.F. Price, Religions of Rome: A History (Cambridge University Press, 1998), p. 56.
  10. Le Glay, Marcel. (2009). A history of Rome. Wiley-Blackwell. ISBN 978-1-4051-8327-7. 
  11. See for instance Livy 2.2.1.
  12. Tim Cornell, The Beginning of Rome: Italy and Rome from the Bronze Age to the Punic Wars (Routledge, 1995), pp. 234–235 online; Momigliano, "The Origins of the Roman Republic", pp. 311–312 online.

From Wikipedia, the free encyclopedia · View on Wikipedia

Developed by Tubidy